Η νόσος μπορεί να εξελιχθεί σε μια κατάσταση που δυσχεραίνει την ποιότητα ζωής της γυναίκας που πάσχει, επηρεάζοντας αρνητικά τομείς όπως η προσωπική ζωή, η εργασία, οι οικογενειακές σχέσεις, ενώ το 30-40% των πασχόντων μπορεί να αντιμετωπίσει δυσκολίες στη σύλληψη και υπογονιμότητα.
Ποια είναι τα αίτια της ενδομητρίωσης;
Όσον αφορά την αιτιολογία της νόσου δεν είναι σαφές τι προκαλεί την ενδομητρίωση. Διάφορες θεωρίες έχουν διατυπωθεί, όπως η παλινδρόμηση της εμμήνου ρύσης, η κληρονομικότητα, η μεταπλασία κ.α αλλά καμία δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως την εμφάνιση της νόσου.
Με ποια συμπτώματα εκδηλώνεται η ενδομητρίωση;
Η ενδομητρίωση είναι μια χρόνια νόσος με συμπτώματα που μπορεί να ποικίλλουν σε ένταση. Είναι αρκετές οι περιπτώσεις που η νόσος δρα σιωπηλά και οι ενδείξεις εκλαμβάνονται ως ο συνήθης πόνος της περιόδου, αλλά και άλλες όπου τα συμπτώματα είναι έντονα και εξαιρετικά επώδυνα.
Tα πιο ενδεικτικά συμπτώματα της ενδομητρίωσης συνοψίζονται ως εξής:
- Πόνος στην κοιλιά ή χαμηλά στη λεκάνη
- Έντονη δυσμηνόρροια (πόνοι περιόδου)
- Δυσπαρευνία / Πόνος κατά τη σεξουαλική επαφή
- Αιμορραγία ανάμεσα στις περιόδους ή αυξημένη ποσότητα αίματος κατά την περίοδο
- Υπογονιμότητα
- Γαστρεντερικά προβλήματα, άλγος κατά την αφόδευση και δυσκοιλιότητα
- Πόνος κατά τη διούρηση ή την αφόδευση σε σπάνιες περιπτώσεις
Πώς γίνεται η διάγνωση της ενδομητρίωσης;
Το ιστορικό και η κλινική εξέταση είναι τα πρώτα βασικά βήματα για τον εντοπισμό της νόσου. Μια σειρά αιματολογικών και απεικονιστικών εξετάσεων (κολπικό υπερηχογράφημα, μαγνητική τομογραφία, CA 125) θα οδηγήσουν τον ειδικό σε διάγνωση.
Όσον αφορά στην οριστική και σίγουρη διάγνωση, η λαπαροσκόπηση αποτελεί τον χρυσό κανόνα. Με τη διαγνωστική λαπαροσκόπηση προσδιορίζεται ακριβώς η έκταση και το στάδιο της νόσου. Η λαπαροσκοπική επέμβαση έχει διαγνωστικό και χειρουργικό χαρακτήρα, ενώ μια διαγνωστική επέμβαση μπορεί να εξελιχθεί σε θεραπευτική, αναλόγως με τα ευρήματα.
Η σταδιοποίηση της ενδομητρίωσης καθορίζεται από διάφορες παραμέτρους, όπως η επιφάνεια που νοσεί, το σημείο εντοπισμού στις ωοθήκες αλλά και από την ύπαρξη σαλπιγγοωοθηκικών συμφύσεων. Πιο συγκεκριμένα τα στάδια ορίζονται ως εξής:
- Στάδιο Ι – ελάχιστη (βαθμοί 1-5)
- Στάδιο ΙΙ – ελαφρά (βαθμοί 6-15)
- Στάδιο ΙΙΙ – μέτρια (βαθμοί 16-40)
- Στάδιο IV– βαριά (>40 βαθμοί)
Η θεραπεία της ενδομητρίωσης
Η ενδομητρίωση είναι μία πολύπλευρη νόσος που απαιτεί εξατομικευμένη προσέγγιση. Σήμερα έχουμε τη δυνατότητα να την αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά, χειρουργικά ή με φαρμακευτική αγωγή. Ο τύπος της θεραπείας που θα επιλεχθεί εξαρτάται από διάφορους παράγοντες όπως η ηλικία της γυναίκας, η ένταση των συμπτωμάτων, αν η γυναίκα επιθυμεί να τεκνοποιήσει άμεσα και από το στάδιο της νόσου κ.α
Στην αντιμετώπιση μέσω φαρμακευτικής αγωγής η ασθενής λαμβάνει αντισυλληπτικά δισκία, προγεστερόνη, αναλγητικά (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη, φάρμακα GnRH) ενώ ενδέχεται να προταθεί και η χορήγηση ορμονικής θεραπείας. Η φαρμακευτική αγωγή, στην ουσία, μπορεί να επιβραδύνει ή να απενεργοποιήσει τη νόσο.
Όσον αφορά τη χειρουργική αντιμετώπιση, η λαπαρασκοπική αφαίρεση των εστιών της ενδομητρίωσης αποτελεί την πιο αποτελεσματική θεραπεία. Η επέμβαση μειώνει το πυελικό άλγος -χαρακτηριστικό της ενδομητρίωσης- και μπορεί να αυξήσει τις πιθανότητες για εγκυμοσύνη.
Πρόκειται για χειρουργική επέμβαση ημερήσιας νοσηλείας κατά την οποία, μέσω μιας πολύ μικρής οπής στον αφαλό, και με την βοήθεια μιας ειδικής κάμερας θα γίνει εξάχνωση – αφαίρεση και καυτηριασμός-όλων των πιθανών εστιών ενδομητρίωσης.
Ενδομητρίωση και υπογονιμότητα
Η ενδομητρίωση μπορεί να γίνει αιτία υπογονιμότητας, υπολογίζεται πως περίπου το 40% των γυναικών με υπογονιμότητα πάσχουν από ενδομητρίωση. Ανάλογα με το στάδιο της ενδομητρίωσης (4 στάδια) η νόσος επιδρά σημαντικά στη γονιμότητα. Η αντιμετώπιση της ενδομητρίωσης και της υπογονιμότητας, που αυτή προκαλεί, εξατομικεύεται σε κάθε γυναίκα. Η χειρουργική θεραπεία ενδείκνυται σε ασθενείς νεαρής ηλικίας που θέλουν να διατηρήσουν ή να βελτιώσουν τη αναπαραγωγική τους ικανότητα και σε γυναίκες με υπογονιμότητα. Οι ασθενείς με σοβαρού βαθμού ενδομητρίωση συχνά χρήζουν χειρουργικής αντιμετώπισης (π.χ καυτηρίαση ορατών ενδομητριωσικών εστιών, λύση των συμφύσεων, εξαίρεση ενδομητριωσικών κύστεων και αποκατάσταση των φυσιολογικών ανατομικών σχέσεων της πυέλου).
Σε κάποιες περιπτώσεις, η χρήση τεχνικών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής ίσως είναι απαραίτητη.
H επιλογή του χειρουργού που θα εκτελέσει την επέμβαση πρέπει να γίνει πολύ προσεκτικά. Ένα κακό, τεχνικά, χειρουργείο μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα και, ως συνέπεια, να καθιστά τη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης εξαιρετικά δύσκολη.